Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλωσόρισμα το [kalosórizma] Ο49 : η ενέργεια του καλωσορίζω. || το σύνολο των εκδηλώσεων με τις οποίες καλωσορίζουμε κπ.: Ήρθαν οι συγγενείς για τα καλωσορίσματα.
[καλωσορισ- (καλωσορίζω) -μα]