Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλωσορίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλωσορίζω [kalosorízo] Ρ2.1α : υποδέχομαι κπ. λέγοντάς του, «καλώς όρισες», και με επέκταση, τον υποδέχομαι με θερμές εκδηλώσεις: Πήγε στο σταθμό / βγήκε στην πόρτα, για να τους καλωσορίσει. Σε ~ στο σπίτι μου, προσφώνηση σε κπ. που με επισκέπτεται για πρώτη φορά ή ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. || ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: Kαλωσόρισες / καλωσορίσατε, καλώς όρισες, καλώς ορίσατε και ως ουσ. το καλωσόρισες / το καλωσορίσατε.

[φρ. καλώς όρ(ισες) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες