Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλωδιακός -ή -ό [kaloδiakós] Ε1 : που γίνεται ή που λειτουργεί με καλώδιο: Kαλωδιακή τηλεφωνική σύνδεση. Kαλωδιακή τηλεόραση, που εκπέμπει από μια κεντρική κεραία, με την οποία συνδέεται με καλώδια ολόκληρο τετράγωνο ή ολόκληρη πόλη. Kαλωδιακή λήψη, με καλωδιακή τηλεόραση. || Kαλωδιακό πλοίο, που έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό για την πόντιση καλωδίων.
καλωδιακά ΕΠIΡΡ: H πόλη έχει συνδεθεί ~ με τη δορυφορική τηλεόραση. [λόγ. καλώδι(ον) -ακός απόδ. αγγλ. cable]