Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλυτερεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλυτερεύω [kaliterévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : κάνω κτ. καλύτερο, το βελτιώνω. ANT χειροτερεύω: Προσπαθεί να καλυτερέψει τη ζωή της. Δεν κατάφερα να καλυτερέψω την κατάσταση. || γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι: Kαλυτέρεψε ο καιρός. H υγεία του καλυτερεύει συνεχώς.

[μσν. καλυτερεύω < καλύτερ(ος) -εύω]

[Λεξικό Κριαρά]
καλυτερεύω.
  • 1) Πηγαίνω καλύτερα στην υγεία μου:
    • Ωσάν εκαλυτέρεψε κι εντύθη κι επορπάτει (Ερωτόκρ. Ε´ 151).
  • 2) Βελτιώνομαι, βελτιώνω τη θέση μου:
    • (Θησ. Δ´ [837]).

[<επίθ. καλύτερος + κατάλ. εύω. Τ. εύγω στο Βλάχ. (λλη‑). Η λ. στο Somav. (λη‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες