Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλυτέρευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλυτέρευση η [kalitérefsi] Ο33 & καλυτέρεψη η [kalitérepsi] Ο32α : μεταβολή προς το καλύτερο· βελτίωση. ANT χειροτέρευση: H υγεία του παρουσίασε κάποια ~. Περιμένουμε ~ του καιρού.

[λόγ. καλυτερεύ(ω) -σις > -ση· προσαρμ. στη δημοτ. με τροπή [fs > ps] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες