Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλτσοδέτα η [kaltsoδéta] Ο25 : καθεμιά από τις δύο ελαστικές ταινίες, που συγκρατούν τις κάλτσες στις κνήμες ή στους μηρούς: Aντρικές / γυναικείες καλτσοδέτες.
[μεταπλ. του λόγ. καλτσοδέτης σε θηλ. κατά το τιράντα < κάλτσ(α) -ο- + αρχ. -δέτης (θ. δε- του δέω `δένω΄ -της)]