Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλσόν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλσόν το [kalsón] & καλτσόν το [kaltsón] Ο (άκλ.) : είδος ψηλής κάλτσας που καταλήγει σε κιλότα και που καλύπτει το σώμα ως τη μέση: Γυναικείο / παιδικό / νάιλον / μάλλινο / βαμβακερό ~.

[λόγ. < γαλλ. caleçon· παρετυμ. επίδρ. της λ. κάλτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες