Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλπαστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλπαστικός -ή -ό [kalpastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον καλπασμό. || (ιατρ.) ~ ρυθμός της καρδιάς, όταν ανάμεσα σε δύο φυσιολογικούς τόνους ακούγεται και ένας τρίτος παθολογικός. καλπαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καλπασ- (καλπάζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες