Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλπάζω [kalpázo] Ρ2.1α : 1α. (για άλογο) τρέχω με καλπασμό. β. (για αναβάτη) ιππεύω άλογο που καλπάζει. 2. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζει αλματώδη αύξηση ή εξέλιξη ή που λειτουργεί υπερεντατικά: Ο πληθωρισμός καλπάζει. Kαλπάζει ο χρόνος, περνάει πολύ γρήγορα. H Ευρώπη βαδίζει προς την ενοποίηση καλπάζοντας. Kαλπάζει η φαντασία του. || Kάλπαζε η καρδιά του μέσα στο στήθος του, χτυπούσε πολύ δυνατά.
[λόγ. < αρχ. καλπάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλπάζων -ουσα -ον [kalpázon] Ε12 : για αρνητικό κυρίως φαινόμενο ή για κατάσταση που καλπάζει, που εξελίσσεται με πολύ γρήγορο, με ταχύτατο ρυθμό: ~ πληθωρισμός. Kαλπάζουσα μορφή καρκίνου. Kαλπάζουσα φυματίωση και ως ουσ. η καλπάζουσα.
[λόγ. μεε. του καλπάζω μτφρδ. γαλλ. galopant]