Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοφαγία η [kalofajía] Ο25α : το να τρώει κάποιος πλούσια και εκλεκτή τροφή, το να καλοτρώει.
[λόγ. < μσν. καλοφαγία < καλοφαγ- (καλοτρώω) -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοφαγία η.
-
- Το να τρώει κάπ. καλά:
- ελογίαζε … την νηστείαν διά καλοφαγίαν (Χίκα, Μονωδ. 67).
[<αόρ. καλόφαγα του καλοτρώγω + κατάλ. ‑ία. Τ. ‑ιά στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- Το να τρώει κάπ. καλά: