Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοτυχίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοτυχίζω [kalotixízo] Ρ2.1α : θεωρώ κπ. ευτυχή, εκφράζω τη γνώμη ότι έχει ευνοηθεί από την τύχη και ενδόμυχα ζηλεύω την τύχη του: Όλοι τον καλοτυχίζουν, γιατί έχει καλά παιδιά. Σε ~ που θα γυρίσεις στην πατρίδα.

[μσν. καλοτυχίζω < καλότυχ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοτυχίζω.
  • Αποκαλώ κάπ. καλότυχο, ευτυχισμένο, μακαρίζω κάπ.:
    • (Χριστ. διδασκ. 115).

[<επίθ. καλότυχος + κατάλ. ίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες