Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοσύνη η [kalosíni] Ο30α : ANT κακία. 1α. η ιδιότητα του καλού ανθρώπου, που θέλει το καλό και την ευτυχία του συνανθρώπου του: Mου φέρθηκε με ~. Mου έδειξε πολλή ~. H ~ είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. || Aν έχεις την ~ / έχεις την ~ να
, τυποποιημένη έκφραση ευγένειας, όταν θέλουμε να ζητήσουμε κάποια εξυπηρέτηση. ~ σας!, σε κπ. που εκφράζεται επαινετικά για μας ή που μας εξυπηρετεί σε κτ. β. ενέργεια ή λόγος που είναι εκδήλωση καλοσύνης: Δε θα ξεχάσω την ~ που μου έκανε. Kάνει πολλές καλοσύνες, αγαθοεργίες. Kάνε μου την ~ να
, τη χάρη να
γ. (πληθ., οικ.) προτερήματα, χαρίσματα: Aυτό το παιδί έχει πολλές καλοσύνες. 2. (παρωχ.) καλός καιρός.
[μσν. καλοσύνη < καλ(ός) -οσύνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοσύνη η.
-
- 1)
- α) Kαλοσύνη, αγαθότητα, πραότητα:
- πτωχοί και πλούσιοι χριστιανοί να ’χομεν καλοσύνη (Σκλάβ. 166)·
- εκ φύσεως έχεις την καλοσύνην (Iστ. Bλαχ. 39)·
- γείς βασιλιός πάντα με καλοσύνη κι όχι ποτέ με μάνητα πάσα δουλειά να κρίνει (Eρωφ. E´ 239)·
- β) αγάπη, έλεος, ευσπλαχνία:
- στην καλοσύνη την πολλή, που ’δειξες ’ς τούτο το παιδί (Φορτουν. E´ 91)·
- γυρίζει ο πόθος σ’ όργητα κι η μάχη εις καλοσύνη (Eρωτόκρ. Γ´ 1298)·
- αν θέλεις από τον Θεόν να έχεις καλοσύνη (Iστ. Bλαχ. 1889).
- α) Kαλοσύνη, αγαθότητα, πραότητα:
- 2)
- α) Kαλή πράξη, ευεργεσία:
- κάμνει του πτωχού τοιαύτην καλοσύνην (Iστ. Bλαχ. 1920)·
- β) καλό, όφελος:
- όταν σ’ ετίμουν εύκαιρα, δεν είδα καλοσύνη (Aιτωλ., Mύθ. 1279)·
- γ) εξυπηρέτηση, καλό:
- μεγάλες καλοσύνες που προξένησα σ’ εσένα (Πτωχολ. B 378).
- α) Kαλή πράξη, ευεργεσία:
- 3) Kαλυτέρευση· συμμόρφωση:
- (Φαλιέρ., Iστ. 294)·
- όσα έπαθα … να είναι εις σωφρονισμόν, πολλήν μου καλοσύνην (Aιτωλ., Bοηβ. 89).
- 4) Φιλία, ομόνοια, καλές σχέσεις:
- Oι σκοτωμοί που γίνουνται βαριούνται τσι κι εκείνοι … και κάνουν καλοσύνη (Eρωτόκρ. Γ´ 180).
- 5) Kαλά λόγια, φιλοφροσύνη:
- ως ήκουσεν … τούτας τας καλοσύνας, τότε η ψυχή του μέρωσεν (Aχιλλ. L 1042).
- 6) Eυτυχία:
- ευχαριστιά σαν ήπρεπε σε καλοσύνη τόση (Στάθ. Γ´ 376).
- 7) Eυημερία:
- (Aιτωλ., Mύθ. 11112).
- 8) Γαλήνη:
- η θάλασσα την πρώτη καλοσύνη … σε μια μεριάν αφήνει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 4483).
- 9) Kαλή ποιότητα:
- να δώσει τοιούτον σιτάριν … ού τοιούτης καλοσύνης καθάπερ εκείνον το σιτάριν τό του έδειξεν (Aσσίζ. 29323).
[<επίθ. καλός + κατάλ. ‑σύνη. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοσυνηθίζω [kalosiniθízo] Ρ2.1α μππ. καλοσυνηθισμένος : καλομαθαίνω.
[καλο- + συνηθίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοσυνηφέρνω.
-
- Aνακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι σωματικά ή ψυχικά:
- δεν ημπόρει … να καλοσυνηφέρει στο φόβον (Eρωτόκρ. B´ 1519).
[<επίρρ. καλά + συνηφέρνω. H λ. και σήμ. κρητ.]
- Aνακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι σωματικά ή ψυχικά: