Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοστεκούμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοστεκούμενος -η -ο [kalostekúmenos] Ε5 : (οικ.) που στέκει καλά. 1. που βρίσκεται σε καλή σωματική κατάσταση, κυρίως εξωτερική, σε σχέση με την προχωρημένη ηλικία του: Είναι πολύ ~, δε δείχνει την ηλικία του. Mια καλοστεκούμενη ογδοντάρα. 2. που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, που είναι αρκετά εύπορος.

[καλο- + στεκούμενος `που στέκει καλά΄ μπε. του στέκομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες