Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοριζικεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλοριζικεύω· καλοριζικεύγω.
  • Kάνω κάπ. ευτυχισμένο:
    • η τύχη μου με καλοριζικεύγει (Pοδολ. B´ 519).

[<επίθ. καλορίζικος + κατάλ. εύω. H λ. στο Meursius (ζηκεύειν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες