Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλορίζικος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καλορίζικος, επίθ.
  • 1) Που φέρνει καλή τύχη, τυχερός:
    • καλορίζικο, χαιράμενο στεφάνι (Eρωτόκρ. E´ 1512).
  • 2) Που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος, τυχερός:
    • Ω καλορίζικο πολλά, παιδί μου Φορτουνάτο (Φορτουν. Δ´ 449).
  • 3) Xαρούμενος, ευχάριστος:
    • μαντάτο καλορίζικο (Pοδολ. Γ´ 360).
  • Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = ευχή για ευτυχία:
    • πέτε τα καλορίζικα, σαν είν’ πρεπό, του γάμου (Στάθ. Γ´ 506).

[<επίθ. καλός + ουσ. ριζικό. H λ. στο Meursius (λ. ριζηκεύειν) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλορίζικος -η -ο [kalorízikos] Ε5 : καλότυχος, κυρίως ως ευχή με την ευκαιρία ενός ευχάριστου γεγονότος, που θεωρείται απαρχή μιας καινούριας ζωής, μιας νέας περιόδου: Kαλορίζικο το νεογέννητο. Nα είναι καλορίζικοι οι νιόπαντροι. Kαλορίζικο το μαγαζί / το σπίτι. || (ως ουσ.) τα καλορίζικα, ευχές για ευχάριστο γεγονός: Ήρθαμε για τα καλορίζικα / να πούμε τα καλορίζικα.

[μσν. καλορίζικος < καλο- + ριζικ(ό) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες