Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοπροαίρετος, επίθ.
-
- Που έχει καλή προαίρεση, καλόγνωμος, καλότροπος:
- (Σπαν. P 230).
[<επίθ. καλός + προαιρούμαι. H λ. στον Κουμαν. και σήμ.]
- Που έχει καλή προαίρεση, καλόγνωμος, καλότροπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοπροαίρετος -η -ο [kaloproéretos] Ε5 : ANT κακοπροαίρετος. 1. που αντιμετωπίζει κπ. άλλο με καλή διάθεση, χωρίς πρόθεση να τον βλάψει, να του δημιουργήσει προβλήματα. 2. για εκδήλωση καλοπροαίρετου ανθρώπου: Kαλοπροαίρετη κριτική. Kαλοπροαίρετες προθέσεις.
καλοπροαίρετα ΕΠIΡΡ: H παρέμβασή μου έγινε εντελώς ~. [μσν. καλοπροαίρετος < καλο- + προαίρε(ση) -τος]