Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοπιστία η [kalopistía] Ο25 : η ιδιότητα του καλόπιστου, η καλή πίστη. ANT κακοπιστία: Πρέπει να υπάρχει ~ και από τις δύο πλευρές, για να συνεχίσουμε το διάλογο.
[λόγ. καλόπιστ(ος) -ία]