Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοντυμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοντυμένος -η -ο [kalodiménos] Ε3 : που είναι ντυμένος με ρούχα κομψά και συνήθ. ακριβά. ANT κακοντυμένος: Aν και μεγάλη σε ηλικία, όποτε τη δεις, είναι καλοντυμένη και περιποιημένη.

[καλο- + ντυμένος μππ. του ντύνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες