Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλολογικός -ή -ό [kalolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην καλολογία: Tα καλολογικά στοιχεία ενός ποιήματος / πεζογραφήματος.
καλολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καλολογ(ία) -ικός]