Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοκαρδίζω [kalokarδízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) προκαλώ σε κπ. ευχαρίστηση με τις πράξεις, με τη συμπεριφορά μου, του δίνω χαρά. ANT κακοκαρδίζω: Nα κάνεις μια χαρούμενη οικογένεια να καλοκαρδίσεις και εμάς / να καλοκαρδιστούμε και εμείς οι γονείς σου.
[καλόκαρδ(ος) -ίζω (πρβ. μσν. καλοκαρδιάζω < καλόκαρδ(ος) -ιάζω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοκαρδίζω.
-
- Α´ (Mτβ.) κάνω κάπ. χαρούμενο, ευτυχισμένο:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 736).
- Β´ (Aμτβ.) χαίρομαι, είμαι ευχαριστημένος, ευθυμώ:
- να ξεφαντώσεις σήμερο και να καλοκαρδίσεις (Θυσ. 508).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος:
- δεν ήτο πρικαμένος, μα πάντα του χαιράμενος και καλοκαρδισμένος (Πανώρ. A´ 52).
[<επίθ. καλόκαρδος + κατάλ. ‑ίζω. H λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Α´ (Mτβ.) κάνω κάπ. χαρούμενο, ευτυχισμένο: