Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοκαιριάτικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοκαιριάτικος -η -ο [kalokerjátikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει, που συμβαίνει ή που χρησιμοποιείται το καλοκαίρι· καλοκαιρινός. ANT χειμωνιά τικος: Kαλοκαιριάτικες ζέστες. Kαλοκαιριάτικες μέρες, ζεστές. Kαλοκαι ριάτικη βροχή. καλοκαιριάτικα ΕΠIΡΡ για κτ. που γίνεται σε περίοδο καλοκαιριού, ενώ δε θα έπρεπε: Φοράει μάλλινο πουκάμισο ~.

[καλοκαίρ(ι) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες