Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοκαιριάζει [kalokerjázi] Ρ2.1α (απρόσ.) : αρχίζει, έρχεται το καλοκαίρι. ANT χειμωνιάζει: Tώρα που καλοκαίριασε θα αρχίσουμε τις εκδρομές. || (επέκτ.) όταν ο καιρός γίνεται πολύ ζεστός και ευχάριστος, σε περίοδο χειμερινή.
[καλοκαίρ(ι) -ιάζει (πρβ. μσν. καλοκαιρίζει < καλοκαίρ(ιν) -ίζει)]