Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοκαιρεύει
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοκαιρεύει [kalokerévi] Ρ5.2α (απρόσ.) : (οικ.) καλοκαιριάζει.

[καλοκαίρ(ι) -εύει]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοκαιρεύει.
  • (Aπρόσ.) βελτιώνεται ο καιρός:
    • ωσάν περάσουν οι βροχές, πάλι καλοκαιρεύει (Πανώρ. B´ 256 κριτ. υπ).

[<ουσ. καλοκαίρι + κατάλ. εύει. Τ. εύγω στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. (εύω, λ. καλοκαιριάζω) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες