Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοκάγαθος, επίθ.· καλοκαγαθός.
-
- Γεμάτος καλοσύνη:
- (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 22311).
[μτγν. επίθ. καλοκάγαθος. H λ. και σήμ.]
- Γεμάτος καλοσύνη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοκάγαθος -η -ο [kalokáγaθos] Ε5 : χαρακτηρισμός ανθρώπου που τον χαρακτηρίζει μεγάλη καλοσύνη και ανεκτικότητα η οποία καμιά φορά καταλήγει σε αφέλεια, σε απλοϊκότητα.
[λόγ. < ελνστ. καλοκἄγαθος `με τέλειο χαρακτήρα΄ < αρχ. φρ. καλός κἀγαθός (ειρ. χρήση κατά το αγαθός2)]