Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοθελητής ο [kaloθelitís] Ο7 πληθ. και καλοθελητάδες θηλ. (λαϊκότρ.) καλοθελήτρα [kaloθelítra] Ο25α : (ευφ.) αυτός που δήθεν από ενδιαφέρον μεταφέρει σε κπ. δυσάρεστες πληροφορίες, που αφορούν τις σχέσεις του με κάποιο άλλο πρόσωπο: Ποιος ~ έσπευσε να της πει ότι τη σχολιάζουν οι γνωστοί της;
[μσν. καλοθελητής (με θετ. σημ.) < καλο- + θελη- (θέλω) -τής· καλοθελη(τής) -τρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοθελητής ο.
-
- Aυτός που θέλει το καλό κάπ., που έχει ευνοϊκές διαθέσεις:
- (Nτελλαπ., Στ. θρην. 239).
[<καλοθελώ (Βλάχ.) + κατάλ. ‑τής. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Aυτός που θέλει το καλό κάπ., που έχει ευνοϊκές διαθέσεις: