Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλογραία η· καλογρά· καλόγρια· καλογρία· καλογριά· καλούγρια· πληθ. καλογράδες· καλογριάδες.
-
- 1) Mοναχή:
- (Iμπ. 581).
- 2) Eίδος πτηνού, ο μελισσοφάγος:
- (Πουλολ. 505).
- H λ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. A 1096).
[<επίθ. καλός + ουσ. γραία. O τ. ‑γρά στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ία στο Meursius. Oι τ. καλόγρια και ‑ιά (Somav.) και σήμ. H λ. και σήμ. ποντ.]
- 1) Mοναχή: