Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλοήθης, επίθ.
-
- Που έχει καλό χαρακτήρα· που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά:
- (Eρμον. Δ 106).
- H λ. ως κύρ. όν.:
- (Δωρ. Mον. XXVIII).
[μτγν. επίθ. καλοήθης. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Που έχει καλό χαρακτήρα· που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλοήθης -ης -ες [kaloíθis] Ε11α : (ιατρ.) για νόσο που έχει καλή εξέλιξη, που δεν είναι θανατηφόρα και που συνήθ. είναι ιάσιμη. ANT κακοήθης: ~ όγκος, μη καρκινικός. ~ αναιμία.
[λόγ. < ελνστ. καλοήθης `καλοπροαίρετος΄ κατά τη σημ. του αντ. κακοήθης, σημδ. γαλλ. benin]