Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλμάρω [kalmáro] Ρ6α μππ. καλμαρισμένος : 1. ηρεμώ κπ., τον κάνω να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία: Ήταν πολύ ταραγμένος και προσπάθησα να τον ~ / να του ~ τα νεύρα. || ηρεμώ: Mετά τις εξηγήσεις που του έδωσα καλμάρισε λίγο. 2. μειώνω την ένταση κάποιου φαινομένου: H ασπιρίνη καλμάρει τον πόνο, καταπραΰνει. H ένεση τον καλμάρισε κάπως. || μειώνεται η ένταση: Ο καιρός / η φουρτούνα / ο πόνος καλμάρισε.
[ιταλ. calmar(e) -ω (δες κάλμα)]