Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλωπιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλλωπιστικός -ή -ό [kalopistikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για τον καλλωπισμό κυρίως ενός χώρου: Kαλλωπιστικά φυτά εσωτερικού / εξωτερικού χώρου. || (ως ουσ.) τα καλλωπιστικά, καλλωπιστικά φυτά.

[λόγ. < ελνστ. καλλωπιστικός `που ομορφαίνει΄ σημδ. γαλλ. ornamental]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες