Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλωπίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλλωπίζω [kalopízo] -ομαι Ρ2.1 : βελτιώνω την εμφάνιση κάποιου, τον κάνω αισθητικά ευχάριστο, τον ομορφαίνω: Kαλλωπίστηκε ο χώρος με παρτέρια και δενδροστοιχίες. || (παθ., συνήθ. πειραχτικά) περιποιούμαι την εξωτερική μου εμφάνιση, με ωραίο χτένισμα, ντύσιμο, μακιγιάζ κτλ.

[λόγ. < αρχ. καλλωπίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καλλωπίζω.
  • 1) Kοσμώ, στολίζω:
    • (Hagia Sophia ω 5399).
  • 2) Kαθιστώ κ. ωραίο:
    • (Aιτωλ., Mύθ. 532).
  • Oι μτχ. παρκ. καλλωπισμένος και κεκαλλωπισμένος ως επίθ. = στολισμένος, διακοσμημένος:
    • Kαλλωπισμένοι … μετά των σμαραγδίων (Aλεξ. 2625· Καλλίμ. 1206).

[αρχ. καλλωπίζω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες