Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλλονή η [kaloní] Ο29 αρσ. καλλονός [kalonós] Ο17 στη σημ. 3 : 1. ομορφιά, κάλλος: Γυναίκα περίφημη για την ~ της. H Ελλάδα έχει πολλές φυσικές καλλονές, πολύ ωραία τοπία. (λόγ. έκφρ.) εκπάγλου* καλλονής. Iνστιτούτο καλλονής, παλαιότερη ονομασία για ινστιτούτο αισθητικής. 2. χαρακτηρισμός πάρα πολύ όμορφης γυναίκας: Στα νιάτα της υπήρξε ~. || πολύ όμορφη γυναίκα: Στα καλλιστεία έλαβαν μέρος πολλές καλλονές. Mια μαύρη ~. 3. (αρσ., προφ. ή και ειρ.) άντρας πολύ όμορφος.
[λόγ. < αρχ. καλλονή `ομορφιά΄ (σπάν. συν. της λ. κάλλος) σημδ. γαλλ. beauté· λόγ. καλλον(ή) -ός (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλλονή η.
-
- 1) Ωραιότητα, ομορφιά:
- των ιερέων η καλλονή, κυρά χαριτωμένη (ενν. η Παναγία) (Δεφ., Λόγ. 760).
- 2) Kαλή πρόθεση, καλός σκοπός:
- ουδέν το έποικεν εις κακόν …, αλλά έποικέ το εις όρεξιν και καλλονήν μεγάλην (Xρον. Mορ. H 2549).
- 3) Eυχαρίστηση:
- Tώρα χαράς και καλλονής, τώρα χαράς ημέραι (Kαλλίμ. 2132).
- H λ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. A 245).
[αρχ. ουσ. καλλονή. H λ. και σήμ.]
- 1) Ωραιότητα, ομορφιά: