Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλλιόπη η [kalópi] Ο30α : (ειρ.) στη γλώσσα των στρατιωτών, το αποχωρητήριο στους στρατώνες.
[λόγ. < αρχ. Καλλιόπη, η μούσα της επικής ποίησης, περιπαιχτικό σημδ. αγγλ. calliope (< αρχ. Καλλιόπη) `πρωτόγονο μουσικό όργανο σε τσίρκα με σφυρίχτρες που λειτουργούν με αέρα΄]