Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλλιφωνία η [kalifonía] Ο25 : η ιδιότητα αυτού που είναι καλλίφωνος.
[λόγ. < ελνστ. καλλιφωνία]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλλιφωνία η· καλλιφωνιά.
-
- Ωραία φωνή:
- (Διγ. Z 2422).
[μτγν. ουσ. καλλιφωνία]
- Ωραία φωνή: