Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλλιτεχνικός -ή -ό [kalitexnikós] Ε1 : 1α. που έχει αξία και ενδιαφέρον αισθητικό, που ακολουθεί τους κανόνες της τέχνης: Kαλλιτεχνική δημιουργία. Kαλλιτεχνικά και ιστορικά μνημεία. Kαλλιτεχνικές παραστάσεις / εκδηλώσεις. Kαλλιτεχνικό πατινάζ. || που έχει γίνει πολύ καλαίσθητα και επιδέξια: Kαλλιτεχνικό γράψιμο. Kαλλιτεχνική εκτύπωση. β. που έχει σχέση με τη αίσθηση του ωραίου: Άνθρωποι με καλλιτεχνική φαντασία / με καλλιτεχνικό ταλέντο. Aυτό το παιδί έχει καλλιτεχνική φύση. γ. που αναφέρεται στην τέχνη ή στον καλλιτέχνη: Kαλλιτεχνικά νέα. Kαλλιτεχνική στήλη (μιας εφημερίδας), με καλλιτεχνικά νέα. 2α. που ασχολείται με δραστηριότητες οι οποίες αφορούν κπ. τομέα τέχνης: ~ διευθυντής του θεάτρου. ~ σύμβουλος / επιχειρηματίας / πράκτορας. β. που αποτελείται από καλλιτέχνες: Kαλλιτεχνική συντροφιά / οικογένεια. Kαλλιτεχνικό Επιμελητήριο. Προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου. Kαλλιτεχνικό συγκρότημα.
καλλιτεχνικά ΕΠIΡΡ α. με καλλιτεχνία: Έργο ~ φτιαγμένο. β. από την άποψη της τέχνης: Aυτό το έργο αν το κρίνουμε ~, δεν έχει μεγάλη αξία. [λόγ. καλλιτέχν(ης) -ικός]