Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιεργητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλλιεργητής ο [kalierjitís] Ο7 θηλ. καλλιεργήτρια [kalierjítria] Ο27 : αυτός που έχει ως επάγγελμα την καλλιέργεια της γης είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως μισθωτός εργάτης: ~ μικρής έκτασης, μικροκαλλιεργητής. Aκτήμονες καλλιεργητές. || ~ πατάτας / βαμβακιού / λουλουδιών, αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια ενός ορισμένου φυτού.

[λόγ. καλλιεργη- (καλλιεργώ) -τής· λόγ. καλλιεργη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες