Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλλιεργήσιμος -η -ο [kalierjísimos] Ε5 : που μπορεί να καλλιεργηθεί και να αποδώσει καρπούς, κυρίως για έδαφος: Mεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης μένουν ακαλλιέργητες.
[λόγ. καλλιεργησ- (καλλιεργώ) -ιμος]