Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλλιγραφικός -ή -ό [kaliγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με την καλλιγραφία ή που τον χαρακτηρίζει η καλλιγραφία: Kαλλιγραφικό γράψιμο. Kαλλιγραφικά στοιχεία, τυπογραφικά στοιχεία που μιμούνται το καλλιγραφικό γράψιμο με το χέρι.
καλλιγραφικά ΕΠIΡΡ: Επιγραφή γραμμένη ~. [λόγ. < ελνστ. καλλιγραφικός]