Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλλιγραφία η [kaliγrafía] Ο25 : 1. τρόπος γραφής ιδιαίτερα φροντισμένος και κάπως περίτεχνος, που συνήθ. ακολουθεί ένα υπόδειγμα γραμμάτων και αριθμών. || (παρωχ.) το μάθημα της καλλιγραφίας. 2. (μτφ., οικ., συνήθ. πληθ.) υπερβολική επιμονή στη λεπτομέρεια: Άσε τις καλλιγραφίες και τελείωνε.
[λόγ. < ελνστ. καλλιγραφία]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλλιγραφία η.
-
- Ωραίο γράψιμο:
- (Aρσ., Kόπ. διατρ. [1434]).
[μτγν. ουσ. καλλιγραφία. H λ. και σήμ.]
- Ωραίο γράψιμο: