Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιγράφος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλλιγράφος ο [kaliγráfos] Ο18 θηλ. καλλιγράφος [kaliγráfos] Ο35 : αυτός που γράφει καλλιγραφικά.

[λόγ. < ελνστ. καλλιγράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
καλλιγράφος, επίθ.
  • Που έχει καλό γραφικό χαρακτήρα· καλός αντιγραφέας βιβλίων:
    • (Προδρ. III 273-11 χφφ PK κριτ. υπ).

[μτγν. επίθ. καλλιγράφος. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες