Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλίμαχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλλίμαχος, επίθ.
  • Που αγωνίζεται γενναία:
    • ο υιός της καλλιμάχου της Λητούς (Eρμον. H 42).

[<καλλι‑ + ουσ. μάχη. H λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες