Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλιγώνω [kaliγóno] -ομαι Ρ1 : πεταλώνω. ΦΡ καλιγώνει (τον) ψύλλο*.
[μσν. καλ(λ)ιγώνω < καλλίγ(α) `παπούτσι΄ < λατ. callig(a) -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλιγώνω· καλικώνω· καλλικώνω.
-
- 1) Πεταλώνω:
- καλιγοκάρφια αργυρά ήτον καλιγωμένον (ενν. το φαρίν) (Διγ. Z 307).
- 2) Yποδένω:
- απού τον κόπο μας ποτέ πάμε καλικωμένες (Φορτουν. E´ 28).
- 3) Σολιάζω:
- (Σαχλ., Aφήγ. 191).
[<ουσ. καλίγιν + κατάλ. ‑ώνω. Λ. ‑γώ το 10. αι. (Soph., ‑όω). O τ. ‑κώ‑ και σήμ. κρητ. O τ. καλλικώνω στο Du Cange (καλληκώνειν, λ. καλίγα) και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]
- 1) Πεταλώνω: