Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλιά [kalá] επίρρ. : (λαϊκότρ.) μόνο στη ΦΡ πάει ~ του, για κπ. που πεθαίνει ή για κτ. που καταστρέφεται: Άσ΄ τον αυτόν, πάει ~ του. Σκίστηκε το παλτό, πάει ~ του κι αυτό.
[ίσως σύντμ. της φρ. κά(με δου)λειά σου (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλιακούδα η [kalakúδa] Ο26 : πουλί με μαύρο πτέρωμα, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια· κάργα: Mαύρη σαν ~, για γυναίκα πάρα πολύ μαύρη. (έκφρ.) πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν ~, όταν σκοτεινιάζει πολύ ο ουρανός από πυκνά σύννεφα ή όταν πέφτει το σκοτάδι της νύχτας.
[ίσως *κολοιακούδα με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] < κολοιακούδ(ι) -α < κόλοιακ(ας) -ούδι < αρχ. κολοι(ός) -ακας (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλιαρντά τα [kalardá] Ο38 : η γλώσσα των παθητικών ομοφυλοφίλων.
[τσιγγ. caliarda `μαύρος΄]