Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλησπερίζω [kalisperízo] -ομαι Ρ2.1 : χαιρετώ κπ. με την επιφωνηματική έκφραση «καλησπέρα», του λέω καλησπέρα: Σας ~ όλους. Kαλησπεριστήκαμε, ανταλλάξαμε την καλησπέρα.
[< ευχή καλησπέρ(α) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλησπερίζω.
-
- Λέω σε κάπ. «καλησπέρα»:
- πα κτυπήσω την πόρτα του Oυβρίκιου, να τον καλησπερίσω (Zήν. Πρόλ. 154).
[<ουσ. καλησπέρα + κατάλ. ‑ίζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Λέω σε κάπ. «καλησπέρα»: