Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλησπέρα [kalispéra] επιφ. : χαιρετισμός που απευθύνουμε σε κπ. όταν τον συναντήσουμε τις απογευματινές ή τις βραδινές ώρες, ευχή να περάσει καλά αυτό το διάστημα: ~! (με προσ. αντων., συνήθ. στον πληθ.) ~ σας κυρία / παιδιά! || (ως ουσ.) η καλησπέρα, χαιρετισμός με «καλησπέρα»: Δε θα μείνω, μια ~ μόνο να σας πω.
[φρ. καλή εσπέρα με αποφυ γή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλησπέρα η.
-
- Kαλό βράδι·
- (εδώ ειρων.;):
- Bλέπεσαι μην κάμεις καλησπέρα! (Φορτουν. Γ´ 46).
- (εδώ ειρων.;):
[<έκφρ. καλήν εσπέραν. H λ. και σήμ.]
- Kαλό βράδι·