Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλημερίζω [kalimerízo] -ομαι Ρ2.1 : απευθύνω σε κπ. το χαιρετισμό «καλημέρα», του λέω καλημέρα: Tης τηλεφώνησα πρωί για να την καλημερίσω. Tον είδα στο δρόμο και καλημεριστήκαμε, ανταλλάξαμε χαιρετισμό.
[μσν. καλημερίζω < ευχή καλημέρ(α) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλημερίζω.
-
- Xαιρετώ (το πρωί):
- χίλια καλημερίζω σε, φίλε μου κι αδελφέ μου (Φορτουν. B´ 120).
[<ουσ. καλημέρα + κατάλ. ‑ίζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Xαιρετώ (το πρωί):