Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλημέρισμα το [kalimérizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καλημερίζω: Πέρασα για ένα ~, μια καλημέρα.
[καλημερισ- (καλημερίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλημέρισμα το.
-
- Πρωινός χαιρετισμός:
- Πανάρετε, καλημερίσματά σου (Eρωφ. A´ 71).
[<αόρ. του καλημερίζω + κατάλ. ‑μα. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Πρωινός χαιρετισμός: