Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαφατίζω [kalafatízo] -ομαι Ρ2.1 : (ναυτ.) γεμίζω τα διάκενα των αρμών με το κατάλληλο υλικό και τα στεγανοποιώ με πίσσα: Kαλαφάτισαν τη βάρκα με στουπί. || (λαϊκ.) για τη σεξουαλική πράξη.
[μσν. καλαφατίζω < καλαφάτ(ης) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλαφατίζω.
-
- (Ναυτ.) βουλώνω με στουπί και πίσσα τις χαραμάδες πλοίου, επισκευάζω πλοίο:
- (Xρον. Mορ. H 2196).
[<ουσ. καλαφάτης + κατάλ. ‑ίζω. H λ. τον 8. αι. (Kahane, GR II 33) και σήμ.]
- (Ναυτ.) βουλώνω με στουπί και πίσσα τις χαραμάδες πλοίου, επισκευάζω πλοίο: