Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαπόδι το [kalapóδi] Ο44 : ξύλινο ομοίωμα του κατώτερου τμήματος του ποδιού, σε φυσικό μέγεθος, επάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί συναρμολογούν τα δέρματα και κατασκευάζουν τα παπούτσια. || ξύλινο, μεταλλικό ή πλαστικό καλούπι που το βάζουν μέσα στα παπούτσια για να διατηρείται η φόρμα τους. ΦΡ ρίχνει / βρέχει καλαπόδια, βρέχει ραγδαία· ΣYN ΦΡ ρίχνει / βρέχει καρεκλοπόδαρα. (λαϊκ.) είναι να ξερνάς* καλαπόδια.
[μσν. καλαπόδιν < ελνστ. καλαπόδιον υποκορ. του αρχ. καλάπους `ξύλινο πόδι΄ (δες στο πόδι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καλαπόδιον το· καλαπόδιν.
-
- Kαλαπόδι:
- (Προδρ. III 125).
[μτγν. ουσ. καλαπόδιον. Τ. ‑ι σήμ.]
- Kαλαπόδι: