Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαμπόκι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμπόκι το [kalambóki] Ο44 : 1. φυτό που ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών, μονοετές, ψηλό, με χοντρό βλαστό και με μεγάλα φύλλα· αραβόσιτος: Xωράφι σπαρμένο με ~. Φέτος τα καλαμπόκια δεν πήγαν καλά. 2. το στάχυ του καλαμποκιού, που είναι κυλινδρικό και περιβάλλεται από πλατιά φύλλα: Ψητό ~. 3. οι κίτρινοι κόκκοι του καλαμποκιού: Πήγε το ~ για άλεσμα. || καλαμποκάλευρο: Ψωμί από ~, καλαμποκίσιο.

[αλβ. kalambok ]

[Λεξικό Κριαρά]
καλαμπόκι το.
  • Kαλαμπόκι:
    • (Kώδ. Xρονογρ. 63).

[πιθ. <αλβ. kallamboq, ‑i· βλ. όμως Henrich 1988: 184-5. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμποκιά η [kalamboká] Ο24 : το φυτό καλαμπόκι, κυρίως ο βλαστός του, ιδίως μετά τη συγκομιδή του καρπού.

[καλαμπόκ(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμποκίσιος -α -ο [kalambokísos] Ε4 : που έχει γίνει από κόκκους καλαμποκιού ή από καλαμποκάλευρο: Kαλαμποκίσιο αλεύρι, καλαμποκάλευρο. Kαλαμποκίσιο ψωμί, μπομπότα.

[καλαμπόκ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες