Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαμπουρίζω [kalaburízo] Ρ2.1α : λέω καλαμπούρια, αστεία. || (έκφρ.) το ~, συζητώ με συντροφιά, σε εύθυμο τόνο, θέματα όχι σοβαρά: Xτες το καλαμπουρίσαμε λιγάκι.
[καλαμπούρ(ι) -ίζω]